- πολυπραγματέω
- πολυπραγμ-ᾰτέω,A = πολυπραγμονέω, Arist.Pol.1299b1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυπραγματούσης — πολυπραγματέω pres part act fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)